- βραχόσπαρτος
- -η, -οβραχοσπαρμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < βράχος + -σπαρτος < σπαρτός < σπείρω. Η λ. μαρτυρείται από το1821 στην εφημερίδα 'Αστυ («βραχόσπαρτος θάλασσα»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βραχόσπαρτος — η, ο ο γεμάτος βράχια, ο βραχώδης: Ο τόπος όπου μεγάλωσε ήταν βραχόσπαρτος και άγονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βράχος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 9 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στις βόρειες πλαγιές του όρους Όχη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαρμαρίου. Παλαιότερα… … Dictionary of Greek